- δαρβινιστής
- οο οπαδός τού δαρβινισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαρβινιστής — ο οπαδός της θεωρίας του Δαρβίνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεοδαρβινιστής — ο [δαρβινιστής] οπαδός τού νεοδαρβινισμού … Dictionary of Greek